ἐξήλω

ἐξήλω
ἐξάλλομαι
leap out of
aor ind mid 2nd sg
ἐξάλλομαι
leap out of
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἐξηλόω
remoue nails from
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξηλώνω — και ξηλώνω (AM ἐξηλῶ, όω) μσν. νεοελλ. (για ρούχα) κόβω τις ραφές και χωρίζω τα κομμάτια («ξηλώθηκε ό γιακάς») νεοελλ. μτφ. 1. απομακρύνω κάποιον από τη θέση που κατέχει και τόν μειώνω ηθικά 2. φθείρω, χαλώ 3. μέσ. ξηλώνομαι μού αποσπούν χρήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”